παρολκή

παρολκή
ή, ΝΜΑ [παρέλκω]
νεοελλ.
ναυτ. η ρυμούλκηση, το τράβηγμα από την ξηρά ενός πλοίου ή άλλου πλωτού μέσου με πάρολκο, αλλ. πάρελξη, κν. γεντεκλίκι
μσν.-αρχ.
1. αναβολή, βραδύτητα, αργοπορία, χρονοτριβή («παρολκή χρόνου», Πορφ.)
2. γραμμ. πλεονασμός
3. εκπρόθεσμη, καθυστερημένη πληρωμή
4. φρ. «κατὰ παρολκήν»
(λογ.) κατά πλεονασμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρολκῇ — παρολκή spinning out of time fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρολκή — spinning out of time fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρολκαῖς — παρολκή spinning out of time fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρολκαί — παρολκή spinning out of time fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρολκῆς — παρολκή spinning out of time fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρολκήν — παρολκή spinning out of time fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρολκάς — παρολκά̱ς , παρολκή spinning out of time fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”