- παρολκή
- ή, ΝΜΑ [παρέλκω]νεοελλ.ναυτ. η ρυμούλκηση, το τράβηγμα από την ξηρά ενός πλοίου ή άλλου πλωτού μέσου με πάρολκο, αλλ. πάρελξη, κν. γεντεκλίκιμσν.-αρχ.1. αναβολή, βραδύτητα, αργοπορία, χρονοτριβή («παρολκή χρόνου», Πορφ.)2. γραμμ. πλεονασμός3. εκπρόθεσμη, καθυστερημένη πληρωμή4. φρ. «κατὰ παρολκήν»(λογ.) κατά πλεονασμό.
Dictionary of Greek. 2013.